- ἐψάλλοντο
- ψάλλωpluckimperf ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξανθόμαλλος — η, ο ξανθομάλλης («εψάλλοντο κι εξυμνούντο αι ξανθόμαλλοι Νεράιδες τής νήσου», Μωραϊτ.) … Dictionary of Greek